Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοντέρνος -α -ο [modérnos] Ε4 : 1. που ανήκει στη σύγχρονη εποχή ή που αντιστοιχεί σε αυτή και ιδίως με την εξέλιξή της· σύγχρονος. α. (για επιστήμες, τέχνες κτλ.) που εμφανίστηκε τα πρόσφατα χρόνια και συνήθ. χαρακτηρίζεται από καινοτομίες. ANT παραδοσιακός: Mοντέρνα τεχνολογία / επιστήμη. Mοντέρνα μαθηματικά / γλωσσολογία. H μοντέρνα τέχνη. Mοντέρνοι χοροί. || Εφαρμογή μοντέρνων μεθόδων για την καλλιέργεια της γης. β. (για πρόσ.) που έχει σύγχρονες αντιλήψεις· προοδευτικός. ANT συντηρητικός: ~ άνθρωπος. || Mοντέρνες αντιλήψεις / ιδέες. Mοντέρνα ήθη. 2. που αντιστοιχεί ή που συμφωνεί με ό,τι ορίζει η μόδα, που ακολουθεί τη μόδα. ANT ντεμοντέ: Mοντέρνο ντύσιμο / ρούχο / παπούτσι / χτένισμα. || Mοντέρνο διαμέρισμα.
μοντέρνα ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 2: Nτύνεται ~. [ιταλ. moderno -ς]