Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοντάζ το [montáz] Ο (άκλ.) : εργασία, συνήθ. καλλιτεχνική, που συνίσταται στην κατάλληλη ή επιθυμητή τοποθέτηση σε ενιαίο σύνολο των κλισέ ενός κειμένου ή μιας φωτογραφίας πριν από την εκτύπωση ή των πλάνων (κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών) μιας ταινίας πριν από την προβολή. || (επέκτ.): Hχητικό ~.
[λόγ. < γαλλ. montage]