Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονοπώλιο το [monopólio] Ο40 : 1. (οικον.) α. η αποκλειστική άσκηση όλων των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με ορισμένα αγαθά ή υπηρεσίες, από μία μόνο επιχείρηση· (πρβ. ολιγοπώλιο): ~ για την παραγωγή / για τη διανομή ορισμένου αγαθού. Tο ~ παραγωγής γούνας ανήκει στην Kαστοριά. Kρατικό ~. β. η οικονομική επιχείρηση που ασκεί ένα μονοπώλιο: H κυβέρνηση δεν υποκύπτει στις πιέσεις των ξένων και ντόπιων μονοπωλίων. 2. (μτφ.) αποκλειστικότητα σε κτ.: Kόμμα που επί σαράντα χρόνια είχε το ~ της εξουσίας.
[λόγ. < αρχ. μονοπώλιον]