Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονομερής -ής -ές [monomerís] Ε10 : 1α. που αφορά ένα μόνο τμήμα του συνόλου και παραβλέπει τα άλλα· μονόπλευρος: ~ οικονομική ανάπτυξη ορισμένων περιοχών της χώρας. β. που δεν είναι πλήρης ή αντικειμενικός, που εξετάζει τη μία μόνο πλευρά ενός ζητήματος, θέματος κτλ.· μονόπλευρος: ~ μόρφωση / έρευνα. ~ ιστορική ανάλυση. 2. (νομ.) που αφορά ένα από τα δύο σχετιζόμενα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά: ~ υποχρέωση. ~ καταγγελία μιας σύμβασης, που γίνεται από το ένα μόνο πρόσωπο.
μονομερώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. μονομερής, μονομερῶς]