Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονολεκτικός -ή -ό [monolektikós] Ε1 : που αποτελείται από μία μόνο λέξη: Mονολεκτική πρόταση / φράση / απάντηση. || ANT περιφραστικός: ~ σχηματισμός των παρωχημένων χρόνων του ρήματος.
μονολεκτικά & (λόγ.) μονολεκτικώς ΕΠIΡΡ: Nα μου απαντάς ~ με ένα ναι ή με ένα όχι. [λόγ. μονο- + λεκ- (λέξις) -τικός μτφρδ. γαλλ. d΄un mot· λόγ. μονολεκτικ(ός) -ώς]