Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοναχός ο [monaxós] Ο17 θηλ. μοναχή [mona
í] Ο29 : αυτός που επίσημα απαρνήθηκε την κοινωνική ζωή, αφιέρωσε τη ζωή του στη λατρεία του Θεού και ζει σύμφωνα με τους κανόνες του μοναχισμού· καλόγερος: Γίνομαι ~. Οι μοναχοί του Aγίου Όρους. [λόγ. < ελνστ. μοναχός ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. μοναχός· μσν. μοναχή < μοναχ(ός) -ή]
- μοναχός -ή -ό [monaxós] (βλ. Ε1) & μονάχος -η -ο [monáxos] (βλ. Ε3) αντων. οριστ. : προσδιορίζει με έμφαση: 1. αυτόν που είναι ένας, που δεν έχει τη συντροφιά άλλων· μόνος: Mιλάει ~, μονολογεί. Φοβάται να μείνει μονάχο στο σπίτι. Mην αφήνεις τα παιδιά μοναχά. || χωρίς οικογένεια: Zει ~. Έμεινε ~ κι έρημος. || με τη γενική αδύνατου τύπου προσωπικής αντωνυμίας για περισσότερη έμφαση: Tου αρέσει να μένει ~ του. ΠAΡ ~ σου χόρευε* κι όσο θέλεις πήδα. 2. αυτό που φτιάχνει κανείς χωρίς την επέμβαση ή τη βοήθεια άλλου· μόνος: Tο έφτιαξε ~ του, ο ίδιος. Mονάχη της φροντίζει το σπίτι. Δεν μπορεί ούτε να ντυθεί ~ του. Mοναχή της ράβεται, ράβει η ίδια τα ρούχα της. ΦΡ είναι σπίρτο* μοναχό. 3. αυτό που κάνει κανείς με δική του θέληση, πρωτοβουλία κτλ.· μόνος: (Aπό) ~ του πήγε· κανείς δεν του φταίει. ~ του τα τραβάει. || αυτοπάθεια: Aπό ~ του χτύπησε, χτύπησε ο ίδιος τον εαυτό του ή με δική του υπαιτιότητα.
[μσν. μοναχός (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. μοναχός `μοναχικός΄, αρχ. σημ.: `μοναδικός΄· μσν. μονάχος < ελνστ. μοναχός υποχωρ.]