Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μολύνω [molíno] -ομαι Ρ8.2 : 1. προκαλώ μόλυνση σε κπ. ή σε κτ.: Θα μολύνεις την πληγή, αν την αγγίζεις με βρόμικα χέρια. Mολυσμένο αίμα. || ρυπαίνω βαθμιαία το περιβάλλον με ουσίες που είναι βλαβερές για τον άνθρωπο και για τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς και οφείλονται στην αλόγιστη βιομηχανική ανάπτυξη: Mολυσμένος αέρας. Mολυσμένη ατμόσφαιρα / θάλασσα. Παραλία μολυσμένη και επομένως ακατάλληλη για μπάνιο. 2. (μτφ.) αλλοιώνω κτ. πνευματικά ή ηθικά: Aνήθικα βιβλία και θεάματα που μολύνουν την αγνή παιδική ψυχή.
[λόγ. < αρχ. μολύνω `λερώνω, βεβηλώνω΄ & σημδ. αγγλ. pollute]