Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μνημονικός
1 item total
μνημονικός -ή -ό [mnimonikós] Ε1 : 1. (ψυχ.) που αναφέρεται στη μνήμη: Mνημονικές λειτουργίες / ανωμαλίες. α. που προέρχεται από τη μνήμη: Mνημονικές παραστάσεις. Mνημονικά δεδομένα. β. που βοηθάει τη μνήμη: Mνημονικές ασκήσεις. Mνημονικά τεχνάσματα. 2. (ως ουσ.) το μνημονικό, η μνήμη: Έχει γερό μνημονικό.

[λόγ. < αρχ. μνημονικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go