Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μισογύνης ο [misojínis] Ο11 : αυτός που μισεί ή που γενικά δε συμπαθεί τις γυναίκες και αποφεύγει τις σχέσεις με αυτές.
[λόγ. < ελνστ. μισογύνης τίτλος κωμωδίας του Μενάνδρου]