Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μισθολόγιο το [misθolójio] Ο40 : επίσημος πίνακας που καθορίζει το μισθό των υπαλλήλων, ιδίως των δημόσιων, κατά κλάδο, βαθμό ή αρχαιότητα: Tο ~ των εκπαιδευτικών / των δικαστικών / των στρατιωτικών. Ενιαίο ~, ίδιο για όλους τους υπαλλήλους. Εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου.
[λόγ. μισθ(ός) -ο- + -λόγιον]