Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μισαλλόδοξος -η -ο [misalóδoksos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από μισαλλοδοξία: ~ άνθρωπος. Mισαλλόδοξη κοινωνία.
[λόγ. μισ(ώ) + αλλόδοξος κατά το ελνστ. μισόξενος `που μισεί τους ξένους΄]