Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μικρόφωνο το [mikrófono] Ο42 : συσκευή που μετατρέπει τα ηχητικά κύματα σε ηλεκτρικές ταλαντώσεις, οι οποίες κατόπιν μπορούν να μετατραπούν πάλι σε ήχο από το μεγάφωνο: Mιλάει / τραγουδάει στο ~. Ελάτε, σας παρακαλώ, στο ~. || (τεχνολ.): ~ άνθρακα. Kρυσταλλικό / μαγνητικό ~. Aσύρματο ~.
[λόγ. < γαλλ. micro phone < micro- = μικρο- 1 + αρχ. φων(ή) -ον (σημασιολογικά σφαλερός σχηματισμός· σύγκρ. ελνστ. μικρόφωνος `με αδύνατη φωνή΄)]