Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικρόνοια
1 εγγραφή
μικρόνοια η [mikrónia] Ο27α : περιορισμένη διανοητική ικανότητα, στενότητα αντίληψης.

[λόγ. < μσν. μικρόνοια < μικρο- 1 + -νοια κατά το άνοια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες