Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μικρόβιο το [mikróvio] Ο40 : 1. γενική ονομασία όλων των μονοκύτταρων οργανισμών που είναι ορατοί μόνο με μικροσκόπιο: Πολλαπλασιασμός των μικροβίων. H έρευνα των μικροβίων θεμελιώθηκε από τον Παστέρ. || (ειδικότ.) κάθε παθογόνος μονοκύτταρος οργανισμός που είναι ορατός μόνο με μικροσκόπιο: Kαταπολέμηση των μικροβίων. 2. (μτφ., οικ.) άνθρωπος, συνήθ. μικρόσωμος και αδύνατος, που δεν τον υπολογίζουμε: Άντε από δω βρε ~.
[λόγ. < γαλλ. microbe < αρχ. μικρό(ς) + βί(ος) -ον (η δημιουργία αυτή, αντί π.χ. βραχύβιον ή μικρόζωον, δεν ταιριάζει στους κανόνες της αρχ. ελλην., αλλά ταιριάζει στα γαλλ.)]
- μικροβιοκτόνος -ος / -α -ο [mikrovioktónos] Ε14 : (ιατρ.) χαρακτηρισμός παράγοντα που θανατώνει τα μικρόβια.
[λόγ. μικρόβι(ον) -ο- + -κτόνος μτφρδ. γαλλ. microbicide]
- μικροβιολογία η [mikroviolojía] Ο25 : επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα των μικροβίων καθώς και η σχετική ιατρική ειδικότητα: Γιατρός που ειδικεύτηκε στη ~.
[λόγ. < γαλλ. microbiologie < microb(e) = μικρόβ(ιον) + -logie = -λογία]
- μικροβιολογικός -ή -ό [mikroviolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μικροβιολογία: Mικροβιολογικό εργαστήριο. Mικροβιολογική εξέταση αίματος / ούρων.
[λόγ. < γαλλ. microbiologique < microbiolog(ie) = μικροβιολογ(ία) -ique = -ικός]