Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μητρώο το [mitróo] Ο39 : επίσημος κατάλογος, ιδίως προσώπων, που έχουν ορισμένο κοινό χαρακτηριστικό: Tο ~ των μαθητών ενός σχολείου / των δημόσιων υπαλλήλων. ~ αυτοκινήτων. Tο ~ αρρένων του δήμου / της κοινότητας. Στρατολογικό ~, που αφορά τους στρατεύσιμους πολίτες. Ποινικό ~, που αφορά τους πολίτες που καταδικάστηκαν από τα δικαστήρια. Tο ποινικό ~ κάποιου, το σύνολο των ποινών που του έχουν επιβληθεί. Πιστοποιητικό ποινικού μητρώου. Έχει κάποιος λευκό / βεβαρυμένο ποινικό ~.
[λόγ. < αρχ. Μητρῷον (ναός της Κυβέλης στην αρχαία Aθήνα, μητέρας των θεών, όπου φυλάσσονταν τα δημόσια αρχεία) σημδ. γαλλ. matricule]