Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετριότητα η [metriótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι μέτριος: α. περιορισμένη ποιότητα, αξία: Kαλλιτεχνικό έργο που δεν ξεπέρασε τη ~. || για άνθρωπο με μικρές, περιορισμένες ικανότητες: Παραγκωνίζονται οι ικανοί από τις μετριότητες. ΦΡ χρυσή* ~. β. (σπάν.) για μέτριο αποτέλεσμα, για αποτέλεσμα που δεν ικανοποιεί απόλυτα: Περίμεναν κάτι σπουδαίο αλλά τελικά προέκυψε αυτή η ~. γ. (επίσ.) στην περίπτωση που ένας αρχιερέας, ιδίως πατριάρχης, αναφέρεται στον εαυτό του: H ημετέρα μετριότης θα παραστεί στην ενθρόνιση του νέου αρχιεπισκόπου.
[λόγ. < αρχ. μετριότης, αιτ. -ητα `η σωστή ποσότητα΄ κατά τη σημ. της λ. μέτριος]