Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετριάζω [metriázo] -ομαι Ρ2.1 : ελαττώνω, λιγοστεύω κτ. έτσι ώστε να πάψει να είναι υπερβολικό: ~ την ταχύτητα / τη ζέστη. ~ τα έξοδά μου. Φάρμακο που δε σταματά αλλά οπωσδήποτε μετριάζει τον πόνο.
[λόγ. < αρχ. μετριάζω `κρατώ το μέτρο΄]