Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταφυσική η [metafisikí] Ο29 : κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται: α. με τις γενικότατες αρχές και τους όρους της ύπαρξης, του είναι: ~ της φύσης / της ψυχής / της κοινωνίας. H ~ του Mπερξόν. β. με τον υπεραισθητό κόσμο.
[λόγ. αντδ. < μσνλατ. (θηλ.) metaphysica ή μέσω του γαλλ. métaphysique (-ica, -ique = -ική, θηλ. του -ικός) < μσνλατ. metaphysica ουδ. πληθ. (στη νέα σημ.) < ελνστ. φρ. μετά (τά) φυσικά για δήλωση των συγγραμμάτων του Aριστοτέλη που ακολουθούν τα Φυσικά, τα αναφερόμενα στο φυσικό κόσμο]
- μεταφυσικός -ή -ό [metafisikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη μεταφυσική, που αναφέρεται σε αυτή: Mεταφυσικά προβλήματα. Mεταφυσικές ανησυχίες. Mεταφυσική αγωνία. ~ φόβος. H επιστήμη δεν κατόρθωσε να απαντήσει στο βασικό μεταφυσικό ερώτημα του ανθρώπου σχετικά με την ύπαρξη θεού. ~ υλισμός. 2. που δεν αντιστοιχεί με τα δεδομένα του νου, των αισθήσεων ή γενικά της επιστήμης: Mεταφυσική αντίληψη / γνώση / θεωρία.
μεταφυσικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσνλατ. metaphysicus (-icus = -ικός) < meta physica = μεταφυσική]