Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταφράζω [metafrázo] -ομαι Ρ αόρ. μετέφρασα και (προφ., σπάν.) μετά φρασα, απαρέμφ. μεταφράσει, παθ. αόρ. μεταφράστηκα, απαρέμφ. μετα φραστεί, μππ. μεταφρασμένος : 1. μεταφέρω προφορικό ή γραπτό λόγο σε άλλη γλώσσα: ~ ένα κείμενο / βιβλίο. Bιβλίο που μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Tο κείμενο δεν είναι πρωτότυπο αλλά μεταφρασμένο από τα αγγλικά. 2. (συνήθ. στο γ' πρόσ.) ισοδυναμεί, συνεπάγεται: Kαταστροφή που μεταφράζεται σε αρκετά εκατομμύρια δραχμές.
[λόγ. < ελνστ. μεταφράζω `παραφράζω, μεταφράζω΄]