Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταπράτης ο [metaprátis] Ο10 : ο έμπορος, ο μεσάζοντας κτλ. ως μη λειτουργικό στοιχείο της οικονομικής διαδικασίας: Tο βασικό χαρακτηριστικό της εθνικής αστικής τάξης είναι η άρνησή της να γίνει ~ του διεθνούς καπιταλισμού.
[λόγ. < ελνστ. μεταπράτης]