Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετανάστευση η [metanástefsi] Ο33 : α. ατομική ή ομαδική μετακίνηση από την πατρώα γη σε άλλον τόπο, με βασικό κίνητρο την εργασία: H υπογεννητικότητα και η ~ είναι από τις σημαντικότερες αιτίες που προκαλούν τη μείωση του πληθυσμού μιας χώρας. Yπερπόντια / εσωτερική ~. Εποχιακή ~. β. μετακίνηση ολόκληρου λαού: Δωρική ~. H μεγάλη ~ των (γερμανικών) λαών κατά τα τέλη της αρχαιότητας. || (επέκτ.): ~ ζώων / πτηνών.
[λόγ. < μσν. μετανάστευσις < μεταναστεύ(ω) -σις > -ση]