Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταγραφή
1 εγγραφή
μεταγραφή η [metaγrafí] Ο29 : 1. γραπτή απόδοση λέξης ή κειμένου με άλλο αλφάβητο ή σύστημα γραφής από εκείνο του πρωτοτύπου: H ~ των ξένων κύριων ονομάτων. Φωνητική ~ μιας λέξης, απόδοσή της στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο, ώστε να διευκολύνεται η ορθή προφορά της. ~ μιας αρχαίας επιγραφής. || ~ μιας μουσικής σύνθεσης, ώστε να μπορεί να εκτελεστεί με όργανο διαφορετικό από εκείνο για το οποίο κανονικά προορίζεται. 1. εγγραφή προσώπου σε άλλη ομάδα, σύλλογο κτλ., μετά την αποχώρησή του από αυτά στα οποία βρισκόταν έως τώρα: ~ ποδοσφαιριστή από μια ομάδα σε άλλη. Περίοδος των μεταγραφών. || (επέκτ.): Ο Aσάνοβιτς, μια από τις πιο καλές μεταγραφές του Παναθηναϊκού. α2. μετεγγραφή: ~ φοιτητή από μια σχολή σε άλλη. Aίτηση για ~. β. (νομ.) καταγραφή στο υποθηκοφυλακείο της μεταβίβασης ενός ακινήτου: Πιστοποιητικό μεταγραφής.

[λόγ. < ελνστ. μεταγραφή `αλλαγή κειμένου΄ σημδ. γαλλ. transcription & < μετεγγραφή αναλ. προς τις φρ. εγγράφομαι / γράφομαι στο πανεπιστήμιο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες