Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταβολισμός
1 εγγραφή
μεταβολισμός ο [metavolizmós] Ο17 : το σύνολο των χημικών και φυσικών μεταβολών που γίνονται στους ιστούς των ζωντανών οργανισμών: Bασικός ~. Διαταραχές του μεταβολισμού.

[λόγ. < γαλλ. métabolisme < αρχ. μεταβολ(ή) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες