Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετέχω [metéxo] Ρ πρτ. μετείχα, (λόγ.) αόρ. γ' πρόσ. μετέσχε, μετέσχον, απαρέμφ. μετάσχει : παίρνω μέρος σε κτ· συμμετέχω: Στο συνέδριο μετέχουν επίσης και τοπικοί φορείς.
[λόγ. < αρχ. μετέχω]