Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετάνοια 1 η [metánia] Ο27 λόγ. γεν. και μετανοίας : το αποτέλεσμα του μετανοώ, μεταμέλεια κάποιου για κτ. και ιδίως για τα σφάλματά του: Στον Άδη δεν υπάρχει ~. Δάκρυα / δήλωση μετανοίας. || (νομ.): Έμπρακτη ~. || (εκκλ.) η εξομολόγηση.
[λόγ. < αρχ. μετάνοια]
- μετάνοια 2 η [metána] Ο25α : λύγισμα του σώματος και των γονάτων ως ένδειξη θρησκευτικής ικεσίας και σεβασμού: Mαζί με τη βραδινή του προσευχή κάνει και σαράντα μετάνοιες. ΦΡ κάνω μετάνοιες σε κπ., τον ικετεύω.
[μσν. μετάνοια, ελνστ. σημ.: `πέσιμο με το πρόσωπο στο έδαφος σε ένδειξη υποταγής΄ < αρχ. μετάνοια (δες μετάνοια 1)]