Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετάλλαξη
1 εγγραφή
μετάλλαξη η [metálaksi] Ο33 : 1. (βιολ.) ξαφνική αλλαγή ιδιότητας του οργανισμού η οποία κατόπιν μεταβιβάζεται κληρονομικά. 2. μεταλλαγή.

[λόγ. < αρχ. μετάλλαξις `ανταλλαγή΄ σημδ. γαλλ. ή αγγλ. transmu tation (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες