Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετάγγιση η [metángisi] Ο33 : 1. (λόγ.) η διοχέτευση υγρού από ένα δοχείο σε άλλο. 2. ~ αίματος, ενδοφλέβια χορήγηση ξένου αίματος στο κυκλοφοριακό σύστημα ζωντανού οργανισμού: Έπαθε αιμορραγία και γι΄ αυτό χρειάστηκε να του κάνουν ~ αίματος.
[λόγ. μεταγγι- (μεταγγί ζω) -σις > -ση]