Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μεσοπόλεμος
1 item total
μεσοπόλεμος ο [mesopólemos] Ο20α : το χρονικό διάστημα ανάμεσα στον πρώτο και στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο: Εποχή / γενιά / μόδα του μεσοπολέμου.

[λόγ. μεσο- 1 + πόλεμος μτφρδ. γαλλ. entre-deux-guerres]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go