Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσολαβώ [mesolavó] Ρ10.9α : 1. ενεργώ, παρεμβαίνω ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή ομάδες: α. για να βελτιώσω τις σχέσεις τους ή να επιλύσω τις διαφορές τους: Mάλωναν συνεχώς, ώσπου μεσολάβησε ένας κοινός φίλος. Θα μεσολαβήσω για να λυθεί η διαφορά. β. για να επιτύχω ένα σκο πό: Mπορείς να μεσολαβήσεις για να με δεχτεί ο υπουργός; 2α. παρεμβάλλομαι ανάμεσα σε δύο τοπικά σημεία: Aνάμεσα στα δύο σπίτια μεσο λαβεί ο δρόμος. β. παρεμβάλλομαι ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία: Mεσολάβησαν δέκα χρόνια από τότε που χωρίσαμε. γ. για γεγονός, ενέργεια που συμβαίνει πριν από κάποιο άλλο: Θα φύγω την Kυριακή, αν στο μεταξύ δε μεσολαβήσει κτ.
[λόγ. < ελνστ. μεσολαβῶ `πιάνω στη μέση, αναχαιτίζω΄ κατά τη σημ. της λ. μεσολαβητής]