Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσιτεία η [mesitía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεσιτεύω. 1. μεσολάβηση για λογαριασμό κάποιου: Θα σωθούμε με τις μεσιτείες της Παναγίας και των αγίων. 2α. η ενέργεια του μεσίτη: Aσχολείται με μεσιτείες σε οικόπεδα και διαμερίσματα. β. τα μεσιτικά: H ~ είναι δύο τοις εκατό.
[λόγ. < ελνστ. μεσιτεία]