Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελοποιώ
1 εγγραφή
μελοποιώ [melopió] -ούμαι Ρ10.9 : συνθέτω μουσική για ένα κείμενο, ιδίως ποίημα, έτσι ώστε αυτό να γίνει τραγούδι: Οι δύο πρώτες στροφές από τον «Ύμνο στην Ελευθερία» του Σολωμού, μελοποιημένες από το Mάντζαρο, έγιναν ο εθνικός μας ύμνος.

[λόγ. < ελνστ. μελοποιῶ, αρχ. σημ.: `συνθέτω λυρικά ποιήματα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες