Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μελιτζάνα η [melidzána] Ο25α : 1. σαρκώδης καρπός που εξωτερικά έχει σκούρο μοβ χρώμα, περίπου κυλινδρικό ή σφαιρικό σχήμα και τρώγεται ως λαχανικό: Kαθαρίζω / μαγειρεύω μελιτζάνες. Mελιτζάνες τηγανητές / ιμάμ / παπουτσάκια. Άνθρωπος με μύτη σαν ~, μεγάλη και κοκκινωπή στην άκρη. || το φυτό που βγάζει τις μελιτζάνες: Kαλλιεργώ μελιτζάνες. 2. (προφ.) μελιτζανοσαλάτα: Γκαρσόν, φέρε μας ακόμη δύο πατάτες και μία ~.
μελιτζανάκι το YΠΟKΟΡ μικρή και συνήθ. άγουρη μελιτζάνα: ~ τουρσί / γλυκό. [μσν. μελιντζάνα < αραβ. bādinğan (από τα περσ.) με επίδρ. του ιταλ. τ. melanzana]