Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μειοψηφία η [miopsifía] Ο25 : ANT πλειοψηφία. 1. ο μικρότερος αριθμός, το μικρότερο ποσοστό των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν (σε μια διαδικασία εκλογής, απόφασης, μέτρησης κ.ά.): H ~ της βουλής / ενός συμβουλίου. Είναι κάποιος ~, μειοψηφεί. 2α. πολιτικό κόμμα ή σύνολο κομμάτων που έχουν λιγότερους βουλευτές από κάποιο άλλο: Σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία η πλειοψηφία κυβερνά, ενώ η ~ ελέγχει την κυβέρνηση. Kυβέρνηση μειοψηφίας. β. το κόμμα της αντιπολίτευσης που έχει τους περισσότερους βουλευτές· αξιωματική αντιπολίτευση: Mετά τον υπουργό μίλησε ο εκπρόσωπος της μειοψηφίας, ο οποίος τάχτηκε κατά του νομοσχεδίου. 3. μικρό τμήμα ή ποσότητα ενός συνόλου: Mια μικρή αλλά καλά οργανωμένη ~ προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή της στο λαό. || Είναι κάποιοι ~, είναι λιγότεροι: Οι άντρες είναι ~ σε σύγκριση με τις γυναίκες.
[λόγ. μειο- + ψήφ(ος) -ία κατά το αντ. πλειοψηφία μτφρδ. γαλλ. minorité]