Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεζές ο [mezés] Ο13 : 1α. κάθε φαγώσιμο που συνήθ. έχει πικάντικη γεύση και προσφέρεται σε μικρά κομμάτια, εκτός κανονικού γεύματος, με οινοπνευματώδη ποτά: Tαβέρνα με νόστιμους μεζέδες. Φέρε μας δύο ουζάκια και τον ανάλογο μεζέ. β. πολύ μικρή ποσότητα από ορισμένη τρο φή: Δε θα φάω μαζί σας· ένα μεζέ μόνο θα πάρω. 2. (μτφ., οικ.) δυσανάλογα μικρό μερίδιο: Tου δώσανε κι αυτουνού ένα μεζέ για να του κλείσουν το στόμα. ΦΡ παίρνω κπ. στο μεζέ, τον κοροϊδεύω· ΣYN ΦΡ παίρνω κπ. στο ψιλό.
μεζεδάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. 1. [τουρκ. meze -ς (από τα περσ.)]