Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μείγμα το [míγma] Ο48 : 1. το προϊόν της ανάμειξης δύο ή περισσότερων συστατικών: Aλεύρι που έγινε από ~ σιταριού και σίκαλης. Συστατικά ενός μείγματος. 2. (χημ.) κάθε σώμα που αποτελείται από δύο ή περισσό τερα συστατικά, τα οποία εξακολουθούν να διατηρούν τις αρχικές τους ιδιότητες, χωρίς να συμβεί χημική αντίδραση: ~ υγρών / αερίων. ~ μετάλ λων, κράμα. ~ ομογενές, που τα συστατικά του δε διακρίνονται, π.χ. το νερό. ~ ετερογενές, που τα συστατικά του διακρίνονται, π.χ. ο γρανίτης. || (τεχνολ.): ~ φτωχό / πλούσιο σε ορισμένα από τα συστατικά του. Kαύσιμο / ψυκτικό / εκρηκτικό ~. 3. (μτφ.) για ανάμειξη συναισθημάτων, ιδιοτήτων, χαρακτηριστικών κτλ.: ~ χαράς και λύπης. Ο χαρακτήρας του είναι ~ αρετής και κακίας. H συμπεριφορά του ήταν ένα ~ σεβασμού και ειρωνείας.
[λόγ. < αρχ. μεῖγμα, μίγμα]