Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαυρο- [mavro] & μαυρό- [mavró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μαυρ- [mavr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό: I. σε σύνθετες λεξεις. 1. συνήθ. σε παρατακτικά σύνθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του μαύρου χρώματος και του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: μαυρόασπρος, ~κίτρινος, ~πράσινος. 2. με αναφορά στα μαύρα ρούχα: ~ντυμένος, ~φορεμένη. 3. σε κτητικά σύνθετα επίθετα χαρακτηρίζει αυτόν που έχει μαύρο αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μάλλης, ~μάτης. 4. στην κοινή ονομασία δέντρων, ζώων κτλ. μαυρέλατο· μαυρόκοτα. II. σε παρασύνθετες λέξεις: Mαυροθαλασσίτης σε αντιδιαστολή προς το Aσπροθαλασσίτης.
[μσν. μαυρ(ο)- θ. της λ. μαύρ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. μαυρο-κόρακας]
- μαυρόασπρος -η -ο [mavróaspros] Ε5 : ασπρόμαυρος.
[μαυρο- + άσπρος]
- μαυροδάφνη η [mavroδáfni] Ο30α : γλυκό κρασί με σκούρο κόκκινο χρώμα: Ο γιατρός τού σύστησε να πίνει ~ για να δυναμώσει.
[μαυρο- + δάφνη ίσως από ομοιότητα του καρπού της δάφνης με τις ρώγες της ποικιλίας του σταφυλιού απ΄ όπου παράγεται αυτό το κρασί]
- μαυροζούμι το [mavrozúmi] Ο44 : (οικ.) για καφέ συνήθ. άνοστο, που δεν είναι της αρεσκείας μας: Πάρ΄ το από δω αυτό το ~· δεν πίνεται.
[μαυρο- + ζουμ(ί) -ι]
- Mαυροθαλασσίτης ο [mavroθalasítis] Ο10 θηλ. Mαυροθαλασσίτισσα [mavroθalasítisa] Ο27α : κάτοικος των περιοχών γύρω από τον Εύξεινο πόντο.
[φρ. Μαύρ(η) -ο- + θάλασσ(α) -ίτης (μτφρδ. τουρκ. kara deniz)· Mαυροθαλασσίτ(ης) -ισσα]
- μαυροθαλασσίτικος -η -ο [mavroθalasítikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Εύξεινο πόντο και στις περιοχές που βρέχονται από αυτόν.
[Mαυροθαλασσίτ(ης) -ικος]
- μαυρομάλλης -α -ικο [mavromális] Ε9 θηλ. (λαϊκότρ.) μαυρομαλλούσα [mavromalúsa] Ε (βλ. Ο25α) & μαυρομαλλού [mavromalú] Ε (βλ. Ο37) : που έχει μαύρα μαλλιά. || (ως ουσ.).
[μαυρο- + -μάλλης· μαυρομάλλ(ης) -ούσα, -ού]
- μαυρομάνικος -η -ο [mavrománikos] Ε5 : (ιδ. για μαχαίρι) που έχει μαύρη λαβή.
[μσν. μαυρομάνικος < μαυρο- + μανίκ(ι) -ος]
- μαυρομάτης -α -ικο [mavromátis] Ε9 : που έχει μαύρα μάτια. || (ως ουσ.): Ερωτεύτηκε μια όμορφη μαυρομάτα.
[μαυρο- + -μάτης]
- μαυρομάτικος -η -ο [mavromátikos] Ε5 : για ποικιλία φασολιών σκούρου χρώματος: Mαυρομάτικα φασόλια. || (ως ουσ.).
[μαυρομάτ(ης) -ικος]