Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαϊνάρω [maináro] Ρ6α : α. (ναυτ.) αφήνω κτ. ελεύθερο· χαλαρώνω, λασκάρω: ~ τα πανιά του πλοίου, τα μαζεύω. β. (λογοτ.) για κτ. που σταμα τά, που τελειώνει: Mαϊνάρισε η σφαγή / η φωτιά. || για κακοκαιρία κτλ., ηρεμώ, γαληνεύω: Mαϊνάρει η φουρτούνα / ο αέρας.
[βεν. mainar -ω]