Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαχητής ο [maxitís] Ο7 : 1. ο πολεμιστής: Πολιόρκησε την πόλη, την οποία υπεράσπιζαν δέκα χιλιάδες μαχητές. 2. αυτός που αγωνίζεται για κτ., ιδίως για ορισμένο ιδανικό ή ιδεολογία· αγωνιστής: Ένας ~ της ελευθερίας / της δημοκρατίας / του δημοτικισμού.
[λόγ. < αρχ. μαχητής]