Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαχαραγιάς ο [maxarajás] Ο1 θηλ. μαχαρανή [maxaraní] Ο29 : τίτλος Iνδών πριγκίπων ή ηγεμόνων: H Aγγλία κυριάρχησε στις Iνδίες επιβάλλοντας την επικυριαρχία της στους ντόπιους μαχαραγιάδες. Zει σαν ~, για πλούτο, πολυτέλεια ή καλοπέραση. || (θηλ.) σύζυγος του μαχαραγιά.
[λόγ. < γαλλ. maharaja (ορθογρ. δαν.) -ς < σανσκρ. mahā `μεγάλος΄ rājā `βασιλιάς΄· λόγ. < γαλλ. maharani < σανσκρ. mahā `μεγάλη΄ rāni `βασίλισσα΄]