Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαρτυρία η [martiría] Ο25 : πληροφορία που αφορά κτ. συνήθ. όχι πολύ γνωστό: Mαρτυρίες για το μεγάλο σεισμό υπάρχουν σε συγγραφείς της εποχής εκείνης. Γραπτή / προφορική ~. Aντιφατικές μαρτυρίες. α. πληροφορία που δίνει κάποιος για κπ. ή για κτ.: Επικαλούμαι τη ~ του τάδε για να αποδείξω ότι αυτός που με κατηγορεί ψεύδεται. Ψευδής / αναμφισβήτητη ~. H ~ σε δικαστήριο, μαρτυρική κατάθεση. (έκφρ.) αψευδής* ~. β. σύνολο από πληροφορίες για κπ. ή για κτ.: Tο βιβλίο αυτό αποτελεί μία συναρπαστική ~ για τον τελευταίο πόλεμο. ΦΡ η έξωθεν καλή ~, καλή φήμη ή υπόληψη: Έχει / διαθέτει κάποιος την έξωθεν καλή ~.
[λόγ. < αρχ. μαρτυρία]
- μαρτυριάρης -α -ικο [martirjáris] Ε9 : (οικ., ιδ. για παιδί) που μαρτυρά, που προδίδει επιλήψιμες πράξεις. || (ως ουσ.).
[μαρτυρ(ιά `μαρτυρία΄ < μαρτυρ(ώ) -ιά) -ιάρης]
- μαρτυριάρικος -η -ο [martirjárikos] Ε5 : που αναφέρεται στο μαρτυριάρη.
[μαρτυριάρ(ης) -ικος]