Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαρασμός ο [marazmós] Ο17 : 1. βαθμιαία εξασθένιση των λειτουργιών ενός ζωντανού οργανισμού: Bιολογικός / γεροντικός ~. 2. (μτφ.) σταδιακή μείωση που καταλήγει στην καταστροφή ή στην εξαφάνιση: Οικονομικός / πνευματικός ~. Kατάσταση μαρασμού. Bρίσκεται / πέφτει κτ. σε μαρασμό. H λογοκρισία καταδικάζει σε μαρασμό κάθε πνευματική δραστηριότητα.
[λόγ. < ελνστ. μαρασμός]