Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαραγκός
1 εγγραφή
μαραγκός ο [maraŋgós] Ο17 : τεχνίτης που κατασκευάζει απλά, πρόχειρα ξύλινα έπιπλα ή άλλες ξύλινες κατασκευές· (πρβ. ξυλουργός).

[βεν. marango(n) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες