Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαρίδα η [maríδa] Ο26 : 1. μικρό και φτηνό ψάρι που τρώγεται κυρίως τηγανητό: Άσπρη / μαύρη ~. 2. (μτφ., οικ.) πολυμελής ομάδα μικρών παιδιών: Πίσω από το γύφτο με την αρκούδα ακολουθούσε η ~ της γειτονιάς με φωνές και σφυρίγματα.
μαριδούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. μαριδίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [αρχ. σμαρίς, αιτ. -ίδα με αποβ. του [z] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. & την αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-zm > tizm > tis-m] · μαρίδ(α) -ούλα· μαρίδ(α) -ίτσα]