Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαντζουράνα η [mandzurána] & ματζουράνα η [madzurána] Ο25α : ποώδες αρωματικό φυτό που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό. ΠAΡ ~ στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια, για παράλογα ή ασυνάρτητα λόγια.
[ματζ-: αντδ.(;) < βεν. mazorana ( [o > u] από επίδρ. του [r] ) ίσως < λατ. amaracus, -um < αρχ. ἀμάρακος, -ον· μαντζ-: ερρινοπ. του [dz] ύστερα από φων.]