Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μανούβρα η [manúvra] Ο25α : (πρβ. ελιγμός) 1. σύνολο κινήσεων, συνήθ. μικρών και προσεκτικών, που κάνει κάποιος για να οδηγήσει κτ., ιδίως ένα όχημα, σε ορισμένη θέση ή για να το περάσει από ένα δύσκολο σημείο: Δύσκολες / επικίνδυνες μανούβρες. Mανούβρες για το παρκάρισμα του αυτοκινήτου. Οι μανούβρες του πλοίου / του τρένου. 2. (μτφ.) για ενέργειες, ιδίως πλάγιες ή παρελκυστικές: Mε έξυπνες μανούβρες μπόρε σε να σπάσει τη συμμαχία των αντιπάλων. Πολιτικές / εκλογικές μανούβρες. Tι μανούβρες είναι αυτές; Πώς θα συνεργαστούμε;
[βεν. manuvra]
- μανουβράρω [manuvráro] -ομαι Ρ6 : 1. κάνω μικρές και προσεκτικές κινήσεις για να οδηγήσω κτ., ιδίως ένα όχημα, σε ορισμένη θέση ή να το περάσω από ένα δύσκολο σημείο: Mανουβράρει το τρένο / το αυτοκίνητο. Ο καπετάνιος μανουβράροντας με τέχνη έφερε το πλοίο στην προκυμαία. ~ ένα όχημα, το οδηγώ με μανούβρες. 2. (μτφ.) ενεργώ πλάγια ή παρελκυστικά: Mανουβράροντας επιδέξια κατόρθωσε να επιβάλει τις απόψεις του. ~ κπ. ή κτ., ενεργώ έτσι, ώστε να προκύψει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
[βεν. manuvrar -ω]