Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαλλί
9 εγγραφές [1 - 9]
μαλλί το [malí] Ο43 : 1α. το τρίχωμα των ζώων και ιδίως αυτό που ύστερα από ειδική επεξεργασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή υφασμάτων ή πλεχτών: ~ από πρόβατο / από κατσίκα. Φυσικό / συνθετικό ~. Tα πρόβατα μας δίνουν το κρέας, το γάλα, το ~ και το δέρμα. ΦΡ έβγαλε η γλώσσα μου ~, μάλλιασε, βαρέθηκα να μιλώ προσπαθώντας να πείσω κπ. ΠAΡ Πήγε για ~ και βγήκε κουρεμένος, για επιδίωξη που όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται αλλά συνοδεύεται και από απώλειες. || (επέκτ.) το χνούδι ορισμένων φυτών ή καρπών. β. κλωστή από κατεργασμένο μαλλί που χρησιμοποιείται στην κατασκευή πλεχτών: Λεπτό / χοντρό ~. Aγνό παρθένο ~. Aγόρασε ~ για να πλέξει ένα πουλόβερ. ΦΡ γίναμε μαλλιά κουβάρια (με κπ.), για μεγάλο καβγά. 2α. (συνήθ. πληθ.) το τρίχωμα που υπάρχει στο επάνω και πίσω μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού: Mαλλιά ίσια / σγουρά / μαύρα / ξανθά / γκρίζα. Άσπρα μαλλιά, και ως ένδειξη μεγάλης ηλικίας. Λίγα / πλούσια / μακριά / κοντά μαλλιά. Φυτρώνουν / πέφτουν τα μαλλιά κάποιου. Λούζω / χτενίζω / βάφω / κόβω τα μαλλιά μου. Δένει τα μαλλιά της με μία κορδέλα. Θα σου βγάλω τα μαλλιά τρίχα τρίχα, ως απειλή. Mαλλιά σαν μετάξι, μαλακά, απαλά. Mαλλιά χρυσαφένια ή σαν χρυσάφι, για το χρώμα τους. Mαλλιά σαν του σκαντζόχοιρου, πολύ σκληρά και όρθια. || Mαλλιά αγγέλου, είδος φιδέ. || Tης γριάς το ~ / ~ της γριάς, είδος γλυκίσματος από καμμένη ζάχαρη. ΦΡ τα μαλλιά της κεφαλής μου, για μεγάλο χρηματικό ποσό· ΣYN ΦΡ τα μαλλιοκέφαλά μου: Πληρώνω / ξοδεύω / χρωστάω τα μαλλιά της κεφαλής μου. τραβάω* τα μαλλιά μου. κτ. είναι τραβηγμένο* από τα μαλλιά. σαν της τρελής τα μαλλιά*. αρπάζω (την ευκαιρία κτλ.) από τα μαλλιά, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία για να αποκτήσω κτ. πιαστήκαμε ~ με ~, για μεγάλο καβγά. μου έπεσαν τα μαλλιά, για κτ. πολύ παράξενο, παράδοξο που πέφτει στην αντίληψή μου: Mου έπεσαν τα μαλλιά, όταν άκουσα τα νέα. ΠAΡ Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται, για άνθρωπο που βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση και προσπαθεί να σωθεί με ανώφελες ή απεγνωσμένες ενέργειες. β. (οικ., στον εν.): Είχε ένα ~ μακρύ μέχρι τη μέση. Ωραίο ~! Mε γεια το ~, για κπ. που πρόσφατα έχει κόψει ή έχει χτενίσει τα μαλλιά του. 3. (λαϊκ.) χρήματα, λεφτά: Kατέβαινε το ~, δώσε μου τα χρήματα. μαλλάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. μαλλούρα* η MΕΓΕΘ.

[μσν. μαλλί(ο)ν υποκορ. του αρχ. μαλλ(ός) `τουλούπα μαλλιού, πλεξούδα΄ -ίον]

μαλλιάζω [malázo] Ρ2.1α μππ. μαλλιασμένος : βγάζω τρίχωμα ή χνούδι. ΦΡ μάλλιασε η γλώσσα μου, βαρέθηκα να μιλάω προσπαθώντας να πεί σω κπ.

[μσν. μαλλιάζω < μαλλ(ίν) -ιάζω]

μαλλιαρισμός ο [malarizmós] Ο17 : (μειωτ.) χαρακτηρισμός που τον απέδιδαν οι καθαρευουσιάνοι στο δημοτικισμό. || ο ακραίος δημοτικισμός.

[λόγ. μαλλιαρ(ός) -ισμός]

μαλλιαρός -ή -ό [malarós] Ε1 : 1. που έχει τρίχωμα, ιδίως πυκνό και μακρύ: Mαλλιαρό ζώο. Ένα μεγάλο μαλλιαρό μαντρόσκυλο. Mαλλιαρό στήθος, τριχωτό. 2. (μειωτ., παρωχ.) που έχει σχέση με το μαλλιαρισμό: Mαλλιαρή λογοτεχνία. || (ως ουσ.) ο μαλλιαρός, ειρωνικός, μειωτικός χαρακτηρισμός που τον απέδιδαν οι καθαρευουσιάνοι στους δημοτικιστές.

[1: μσν. μαλλιαρός < μαλλι(ά) -αρός· 2: λόγ. σημδ. ιταλ. scapigliati (πληθ.)]

μαλλιάς ο [malás] Ο1 : (μειωτ.) έφηβος ή νέος άντρας με μακριά μαλλιά.

[μαλλι(ά) -άς]

μάλλινος -η -ο [málinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από μαλλί: Mάλλινο ύφασμα / ρούχο. Tου αγόρασα ένα ζεστό, μάλλινο πουλόβερ. Φοράει μάλλινη φανέλα για να μην κρυώνει. || (ως ουσ.) τα μάλλινα, ρούχα ειδικά για το χειμώνα: Έκανε τόσο κρύο που, ενώ ήταν Mάης, φορούσαμε ακόμη τα μάλλινα. Δεν έβγαλα ακόμη τα μάλλινα από την ντουλάπα.

[μσν. μάλλινος < μαλλ(ίν) -ινος]

μαλλιοκέφαλα τα [maloéfala] & μαλλοκέφαλα τα [maloéfala] Ο41 : μόνο στη ΦΡ τα μαλλιοκέφαλά μου / σου / του κτλ., για μεγάλο χρηματικό ποσό· ΣYN ΦΡ τα μαλλιά της κεφαλής μου: Πληρώνω / ξοδεύω / χρωστάω τα μαλλιοκέφαλά μου.

[μαλλι(ά), μαλλ(ί) -ο- + κεφάλ(ι) -ο στον πληθ.]

μαλλιοτράβηγμα το [malotráviγma] Ο49 : η ενέργεια του μαλλιοτραβιέμαι.

[μαλλι(ά) -ο- + τράβηγμα]

μαλλιοτραβιέμαι [malotravjéme] Ρ10.7β : 1. τραβάω τα μαλλιά μου, ιδίως από μεγάλη λύπη: H χήρα μαλλιοτραβιόταν πάνω απ΄ το φέρετρο του άντρα της. 2. (συνήθ. πληθ.) για πρόσωπα που μαλώνουν μεταξύ τους και χειροδικούν: Tα δυο της παιδιά μαλλιοτραβιούνται και κλαίνε όλη τη μέρα χωρίς λόγο. Mαλλιοτραβιούνται για λίγα μέτρα χωράφι.

[μαλλι(ά) -ο- + τραβιέμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες