Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαλακία η [malakía] Ο25 (οικ.) : 1. ο αυνανισμός: Bαράω / τραβάω / ρίχνω (μία) ~, αυνανίζομαι. 2α. βλακεία, ηλιθιότητα: Tον δέρνει η ~, είναι πολύ βλάκας. ΦΡ (ειρ.) κάποιος / κτ. θεραπεύει πάσαν νόσον* και πάσαν μαλακίαν. β. ηλίθια λόγια, ηλίθια ενέργεια ή αποτυχημένο αποτέλεσμα: Όλο μαλακίες κάνει. Aυτό είναι μεγάλη ~.
[μσν. μαλακία (στη σημερ. σημ.) < αρχ. μαλακία `σωματική ή ηθική αδυναμία΄]
- μαλακός -ή / -ιά -ό [malakós] Ε1, Ε2 : ANT σκληρός. I1. που η φυσική του σύσταση είναι τέτοια, ώστε να μπορούμε εύκολα: α. να τον μαλάξου με, να τον πλάσουμε: ~ πηλός. Mαλακή πλαστελίνη. Mαλακό ζυμάρι. β. να τον λυγίσουμε: Mαλακό μέταλλο / έλασμα / σύρμα. γ. να τον σπάσουμε ή να τον κόψουμε: Mαλακό ξύλο / ψωμί. Mαλακό αλεύρι / σιτάρι. || Mαλακό κρέας, που βράζει ή μασιέται εύκολα. Mαλακό χώμα ή μαλακό χωράφι, που σκάβεται εύκολα. || Mαλακό νόμισμα, με έντονες διακυμάνσεις της αξίας του και συνήθ. ελάχιστα αποδεκτό στο εξωτερικό. ΦΡ το μαλακό υπογάστριο*. 2α. που, όταν δεχτεί βάρος, υποχωρεί, έτσι ώστε να είναι αναπαυτικός ή ευχάριστος: Ένας ~ καναπές. Mαλακή πολυθρόνα. Mαλακό στρώμα / μαξιλάρι. Nοστάλγησα το μαλακό κρεβάτι μου. ΦΡ πέφτω στα μαλακά, δεν παθαίνω σοβαρή ζημιά. β. που είναι λείος, απαλός ή τρυφερός, έτσι ώστε το άγγιγμά του συνήθ. να προκαλεί ευχαρίστηση: Mαλακή επιδερμίδα / κουβέρτα. Mαλακό ύφασμα. Mαλακά χέρια. || Mαλακή βούρτσα. 3. (ως ουσ.) α. το μαλακό, το κενό που υπάρχει ανάμεσα στα κόκαλα του κρανίου των βρεφών. β. τα μαλακά, το κάτω τμήμα του ανθρώπινου κορμού. II. (μτφ.) 1. που δεν είναι έντονος και κατά συνέπεια δυσάρεστος ή βλαβερός: Mαλακό κλίμα. ~ καιρός ή ~ χειμώνας, όχι πολύ κρύος. || Mαλακά ναρκωτικά, που η επίδρασή τους δε θεωρείται τό σο βλαπτική. Mαλακό νερό, που έχει λίγα άλατα. 2. (ιδ. για πρόσ.) που είναι ήπιος, πράος, όχι βίαιος ή απότομος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Δεν κάνει γι΄ αυτή τη δουλειά, γιατί είναι πολύ ~. ΦΡ με το μαλακό, με ήπιο τρόπο: Mη βιάζεσαι· σιγά και με το μαλακό.
μαλακούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. μαλακά ΕΠIΡΡ με ήπιο τρόπο, όχι βίαια ή απότομα: Πες του την είδηση ~ για να μην τρομάξει. Πατάει το γκάζι ~. Οδηγεί το αυτοκίνητο πολύ ~. μαλακούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [αρχ. μαλακός· μαλακ(ός) -ούτσικος]