Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μακαριστός -ή -ό [makaristós] Ε1 : (εκκλ.) ως αναφορά για κληρικό που έχει πεθάνει· (πρβ. μακαρίτης): Ο ~ αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ.
[λόγ. < ελνστ. μακαριστός, αρχ. σημ.: `που θεωρείται ευτυχισμένος, αξιοζήλευτος΄]