Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακαρίτης
1 εγγραφή
μακαρίτης ο [makarítis] Ο10 θηλ. μακαρίτισσα [makarítisa] Ο27α : (ιδ. για δήλωση συμπάθειας) ο άνθρωπος που έχει πεθάνει· συχωρεμένος: Ο ~ ο πατέρας μου. Ήταν καλός άνθρωπος ο ~. H τελευταία επιθυμία του μακαρίτη. Ο Θεός ας αναπάψει την ψυχή του μακαρίτη. Γίνομαι ~, πεθαίνω.

[αρχ. μακαρίτης· μακαρίτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες