Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαθητεύω
1 εγγραφή
μαθητεύω [maθitévo] Ρ5.1α, Ρ5.2α μπε. μαθητευόμενος : 1. παρακολουθώ μαθήματα, κυρίως πρακτικά, σχετικά με κάποιο θέμα: Kάθε καλλιτέχνης μαθητεύει στο εργαστήριο ενός άλλου ή σε ειδικό σχολείο. Mαθητευόμενος ράφτης / κουρέας / μαραγκός και ως ουσ. ο μαθητευόμενος: Είναι ακόμα μαθητευόμενος, δεν έχει τελειώσει τη σχετική εκπαίδευση. (έκφρ.) μαθητευόμενος μάγος, ημιμαθής και αδέξιος πειραματιστής. 2. (προφ.) μαθαίνω σε κπ. να κάνει κτ.: Tον μαθήτεψε να λέει ψέματα.

[λόγ. < ελνστ. μαθητεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες